child's play

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

child's play <  δείτε τις λέξεις child και play. κυριολεκτικά: το να παίζει ένα παιδί

Έκφραση

child's play (en)

  • (ιδιωματισμός, ανεπίσημο) κάτι πολύ εύκολο, το ευκολάκι, το παιχνιδάκι (στη μεταφορική σημασία)
    Once you get the hang of it, it’s child’s play.
    Μόλις του πάρεις το κόλπο, είναι παιχνιδάκι.

Συνώνυμα

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.