can't help

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

can't help <  δείτε τις λέξεις can't και help

Έκφραση

can't help (en) (ιδιωματισμός)

  1. δεν μπορώ να αποφύγω να κάνω κάτι
    I couldn’t help but go./I couldn't help going.
    Δεν μπορούσα να κάνω αλλιώς έπρεπε να πάω.
    I couldn’t help crying.
    Δεν μπορούσα να μην κλαίω.
    I couldn’t help myself.
    Δεν μπορούσα να συγκρατηθώ.
  2. δεν φταίω
    I can’t help it if he is being so foolish.
    Δεν φταίω εγώ αν αυτός είναι τόσο ανόητος.
  3. δεν γίνεται αλλιώς
    It can’t be helped.
    Δεν γίνεται αλλιώς.
  4. προσπαθώ να κάνω όσο λιγότερα γίνεται
    I won’t tell him more than I can help. (=I will tell him as little as possible.) (το τελευταίο είναι μια πιο κυριολεκτική μετάφραση)
    Θα του πω όσο λιγότερα γίνεται.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.