cambio

Ισπανικά (es)

ενικός πληθυντικός
cambio cambios

Ουσιαστικό

cambio (es) αρσενικό

  1. αλλαγή, ανταλλαγή

Εκφράσεις



Πορτογαλικά (pt)

Ουσιαστικό

ενικός πληθυντικός
cambio cambios

cambio (pt) αρσενικό

  1. η αλλαγή νομίσματος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.