bull

Αγγλικά (en)

      ενικός         πληθυντικός  
bull bulls

Ουσιαστικό

bull (en)

  • (θηλαστικό ζώο) ταύρος, το αρσενικό της αγελάδας
  • (οικονομία) η άνοδος των αγορών
  • Ταύρος (αστρον.) όνομα αστερισμού

Σημειώσεις

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.