bronco
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| bronco | broncos |
Ετυμολογία
- bronco < άμεσο δάνειο από την ισπανική bronco (άγριος, απότομος)
Προφορά
- ΔΦΑ : /brɒŋkoʊ/
Ουσιαστικό
bronco (en)
- (ΗΠΑ, παρωχημένο) ονομασία για το άγριο ή το μη δαμασμένο άλογο στις δυτικές περιοχές των Ηνωμένων Πολιτειών, κυρίως κατά τον 19ο αιώνα
Πηγές
- bronco, Collins Dictionary.com· πρόσβαση: 2023-08-09.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.