bramka

Πολωνικά (pl)

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈbrãmka/
 

Ουσιαστικό

bramka (pl) θηλυκό

  1. υποκοριστικό του brama, μικρή πύλη
  2. (αθλητισμός) ο χώρος στον οποίο πρέπει να περάσει η μπάλα, το τέρμα
  3. (αθλητισμός) το επιτυχημένο πέρασμα της μπάλας, το τέρμα , το γκολ
  4. (ηλεκτρονική) λογική πύλη
  5. (κοινά) η πύλη εισόδου και εξόδου

Συγγενικά

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.