botnet

Αγγλικά (en)

Ετυμολογία

botnet < bot + net < robot + network

Ουσιαστικό

botnet (en)

  • (διαδίκτυο) ομάδα υπολογιστών σε δίκτυο (hosts) στους οποίους έχει εγκατασταθεί κακόβουλο λογισμικό ώστε να ελέγχονται μέσω του δικτύου
    Επιστρέφοντας στις επιθέσεις τύπου DDoS, αυτές έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα όταν ο επιτιθέμενος έχει υπό την έλεγχό του ένα μεγάλο δίκτυο υπολογιστών, ένα botnet, το οποίο πρώτα έχει φροντίσει να μολύνει με κάποιον ιό.[1]

  • botnet στην αγγλική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές

  1. DDoS: Κυβερνοεπιθέσεις… επικοινωνίας. Δημοσίευση 2020-01-28. Προσπέλαση 2020-05-01

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.