botnet
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
botnet (en)
- (διαδίκτυο) ομάδα υπολογιστών σε δίκτυο (hosts) στους οποίους έχει εγκατασταθεί κακόβουλο λογισμικό ώστε να ελέγχονται μέσω του δικτύου
-
botnet στην αγγλική Βικιπαίδεια

Αναφορές
- DDoS: Κυβερνοεπιθέσεις… επικοινωνίας. Δημοσίευση 2020-01-28. Προσπέλαση 2020-05-01
Πηγές
- (αγγλικά) What is a botnet?. Δημοσίευση 2019-09-04. Προσπέλαση 2020-05-01
- (αγγλικά) Botnets. Προσπέλαση 2020-05-01
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.