bitrate
Αγγλικά (en)
Ουσιαστικό
bitrate (en)
- (πληροφορική) δυφιορρυθμός, δυφιακός ρυθμός[1][2]
- μονάδα μέτρησης: bits per second (bps, bit/s)[3]
Συγγενικά
Αναφορές
- Γιάννης Κάβουρας (2009) 7ο Συνέδριο «Ελληνική Γλώσσα και Ορολογία». Προσπέλαση 2020-04-19
- Η ΜΟΤΟ (Μόνιμη Ομάδα Τηλεπικοινωνιακής Ορολογίας). Προσπέλαση 2020-04-19
- Αθανάσιος Ι. Μάργαρης (Θεσσαλονίκη 2001), Μετάδοση Δεδομένων – Δίκτυα Υπολογιστών, σελ. 23. Προσπέλαση 2020-05-25.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.