bicicleta
Αστουριανά
(ast)
Ουσιαστικό
bicicleta
(ast)
ποδήλατο
Ισπανικά
(es)
Ουσιαστικό
bicicleta
(es)
ποδήλατο
Καταλανικά
(ca)
Ουσιαστικό
bicicleta
(ca)
ποδήλατο
Οξιτανικά
(oc)
Ουσιαστικό
bicicleta
(oc)
ποδήλατο
Πορτογαλικά
(pt)
Ουσιαστικό
ενικός
πληθυντικός
bicicleta
bicicletas
bicicleta
(pt)
θηλυκό
το
ποδήλατο
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.