bella

Λατινικά (la)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

bella (la)

Κλιτικός τύπος επιθέτου

bella (la)

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του bellus (όμορφος)
  2. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του bellus (όμορφος)

Ρηματικός τύπος

bella (la)

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.