bella
Λατινικά (la)
Κλιτικός τύπος ουσιαστικού
bella (la)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του bellum (πόλεμος)
Κλιτικός τύπος επιθέτου
bella (la)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική ενικού, θηλυκού γένους του bellus (όμορφος)
- ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού, ουδέτερου γένους του bellus (όμορφος)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.