behind

Αγγλικά (en)

Επίρρημα

behind (en)

  • πίσω, στο μέρος όπου βρίσκεται ή βρέθηκε κάποιος ή κάτι
    The other guests had left but he stayed behind.
    Οι άλλοι καλεσμένοι είχαν φύγει αλλά αυτός παρέμεινε πίσω.

Ουσιαστικό

      ενικός         πληθυντικός  
behind behinds

behind (en)

  • (ανεπίσημο) ο πισινός
    I kick someone’s behind.
    Δίνω μια κλωτσιά στον πισινό κάποιου.
     συνώνυμα:  δείτε τη λέξη buttock

Πρόθεση

behind (en)

  • πίσω (από), βρίσκεται στο ή προς το πίσω μέρος κάποιου ή κάτι, και συχνά κρύβεται από αυτό
    The white mountain is behind this beautiful river.
    Το άσπρο βουνό είναι πίσω από αυτό το όμορφο ποτάμι.
    The dog’s shadow is behind it.
    Η σκιά του σκύλου είναι πίσω του.
    What’s behind our chest?
    Τι είναι πίσω από το στήθος μας;

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.