batiskafi

Αλβανικά (sq)

Ουσιαστικό

batiskafi (sq)

  • batiskafi στην αλβανική Βικιπαίδεια Λήμμα στην αλβανική Βικιπαίδεια



Ίντο (io)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

batiskafi (io)



Σερβοκροατικά (sh)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

batiskafi (sh) αρσενικό



Σλοβενικά (sl)

Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

batiskafi (sl) αρσενικό

  1. ονομαστική πληθυντικού του batiskaf
  2. οργανική πληθυντικού του batiskaf
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.