barricade
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ⓘ
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| barricade | barricades |
barricade (fr) θηλυκό
- εμπόδιο, πρόχειρο φράγμα από ποικίλα αντικείμενα που τίθεται στη μέση ενός δρόμου για να εμποδίσει την ελεύθερη κυκλοφορία κατά τη διάρκεια επεισοδίων, το οδόφραγμα
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.