baise-en-ville
Γαλλικά (fr)
Προφορά
- ΔΦΑ : /bɛ.zɑ̃.vil/
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
|---|---|
| baise-en-ville | baise-en-ville |
baise-en-ville (fr) αρσενικό
- βαλιτσάκι ή τσαντάκι που περιέχει μόνο τα πράγματα που χρειάζεται κανείς για να διανυκτερεύσει έξω από το σπίτι του
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.