azules

Πορτογαλικά (pt)

Ρηματικός τύπος
azules (pt)
- δεύτερο πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος azular
- δεύτερο πρόσωπο ενικού στο σχηματισμό (no\não και υποτακτική) της αρνητικής προστακτικής του ρήματος azular
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.