azules

Ισπανικά (es)

Κλιτή μορφή επιθέτου

azules (pt)

  1. πληθυντικός του azul




Πορτογαλικά (pt)

Κλιτή μορφή επιθέτου

azules (pt) (βασικός τύπος, azuis)

  1. πληθυντικός του azul (δευτερεύων τύπος)

Ρηματικός τύπος

azules (pt)

  1. δεύτερο πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεστώτα του ρήματος azular
  2. δεύτερο πρόσωπο ενικού στο σχηματισμό (no\não και υποτακτική) της αρνητικής προστακτικής του ρήματος azular
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.