assomption
Γαλλικά (fr)
Ετυμολογία
- assomption < λατινική assumptio
Ουσιαστικό
| ενικός | πληθυντικός |
| assomption | assomptions |
assomption (fr) θηλυκό
- (θρησκεία) η θαυματουργική μεταφορά της Θεοτόκου στον ουρανό μέσω μιας νεφέλης
- → δείτε τη λέξη Assomption
- το αποτέλεσμα του να αναλάβει κάποιος κάποια εργασία, κάποια υποχρέωση
- η δεύτερη πρόταση ενός συλλογισμού
- → δείτε τη λέξη hypothèse
Συγγενικά
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.