arco
Ισπανικά
(es)
ενικός
πληθυντικός
arco
arcos
Ετυμολογία
arco
<
λατινική
arcus
Ουσιαστικό
arco
(es)
αρσενικό
(
γεωμετρία
,
οπλισμός
)
το
τόξο
(
αρχιτεκτονική
)
η
αψίδα
Ιταλικά
(it)
ενικός
πληθυντικός
arco
archi
Ετυμολογία
arco
<
λατινική
arcus
Ουσιαστικό
arco
(it)
αρσενικό
(
γεωμετρία
,
οπλισμός
)
το
τόξο
(
αρχιτεκτονική
)
η
αψίδα
Πορτογαλικά
(pt)
ενικός
πληθυντικός
arco
arcos
Ετυμολογία
arco
<
λατινική
arcus
Ουσιαστικό
arco
(pt)
αρσενικό
(
γεωμετρία
,
οπλισμός
)
το
τόξο
(
αρχιτεκτονική
)
η
αψίδα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.