arco

Ισπανικά (es)

ενικός πληθυντικός
arco arcos

Ετυμολογία

arco < λατινική arcus

Ουσιαστικό

arco (es) αρσενικό

  1. (γεωμετρία, οπλισμός) το τόξο
  2. (αρχιτεκτονική) η αψίδα



Ιταλικά (it)

ενικός πληθυντικός
arco archi

Ετυμολογία

arco < λατινική arcus

Ουσιαστικό

arco (it) αρσενικό

  1. (γεωμετρία, οπλισμός) το τόξο
  2. (αρχιτεκτονική) η αψίδα



Πορτογαλικά (pt)

ενικός πληθυντικός
arco arcos

Ετυμολογία

arco < λατινική arcus

Ουσιαστικό

arco (pt) αρσενικό

  1. (γεωμετρία, οπλισμός) το τόξο
  2. (αρχιτεκτονική) η αψίδα
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.