apanage

Γαλλικά (fr)

      ενικός         πληθυντικός  
apanage apanages

Ουσιαστικό

apanage (fr) αρσενικό

  1. τμήμα των βασιλικών γαιών που δινόταν στους δευτερότοκους γιους της Γαλλίας προς αποζημίωση επειδή δεν μπορούσαν να γίνουν βασιλιάδες
  2. αυτό που είναι οικείο σε κάποιον ή κάτι, η αποκλειστικότητα, το προνόμιο
     συνώνυμα: bien, caractéristique, exclusivité, lot, privilège, propre
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.