airman
Αγγλικά (en)
| ενικός | πληθυντικός |
| airman | airmen |
Ουσιαστικό
airman (en)
- (αεροπορικός όρος) ο πιλότος ενός αεροσκάφους
- (στρατιωτικός όρος, αεροπορικός όρος) αεροστρατιωτικός, οποιοσδήποτε στρατιωτικός της αεροπορίας (ή και πολίτης που εργάζεται σε εγκαταστάσεις της πολεμικής αεροπορίας)
Αναφορές
- airman - Merriam–Webster Online Dictionary (μονόγλωσσο λεξικό, αγγλικά, από το 1828)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.