abat-son
Γαλλικά (fr)
| ενικός | πληθυντικός |
| abat-son | abat-sons |
Ουσιαστικό
abat-son (fr) αρσενικό
- σύνολο από ξύλινα ελάσματα με τα οποία σκεπάζονται οι οπές κωδωνοστασίου έτσι ώστε ο ήχος από τις καμπάνες να κατευθύνεται προς το έδαφος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.