Wetter
Γερμανικά (de)
Προφορά
- ⓘ
- ⓘ
Ουσιαστικό
Wetter (de) ουδέτερο
- ο καιρός, η μετεωρολογία
- das Wetter ist herrlich - ο καιρός είναι θαυμάσιος
Ιταλικά (it)
Ετυμολογία
- Wetter < → λείπει η ετυμολογία
Σουηδικά (sv)
Ετυμολογία
- Wetter < → λείπει η ετυμολογία
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.