Portugal
Βασκικά (eu)
Γαλλικά (fr)
Γερμανικά (de)
Προφορά
- ⓘ
Κύριο όνομα
| ↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
| ονομαστική | das | Portugal | — | |
| γενική | des | Portugals | — | |
| δοτική | dem | Portugal | — | |
| αιτιατική | das | Portugal | — | |
Portugal (de) ουδέτερο
- χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η Πορτογαλία
Ισπανικά (es)
Κλασικά νάουατλ (nci)
Ολλανδικά (nl)
Προφορά
- ⓘ
Πορτογαλικά (pt)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.