Ophiuchus
Λατινικά (la)
Ετυμολογία
- Ophiuchus < (λόγιο δάνειο) αρχαία ελληνική ὀφιοῦχος < ὄφις (όφις, φίδι) + -οῦχος
Κύριο όνομα
Ŏphĭūchus (la), -i
- (αστερισμός) ο Οφιούχος
- → χρειάζεται παράθεμα Cicero, Aratea (στη λατινική μετάφραση Phaenomena Aratea (@bl.uk) του έργου Φαινόμενα καὶ Διοσημεῖα, στίχ. 75, 76, 84 του Άρατου (Aratus) (η εκπαίδευση του Οκτάβιου για αστερισμούς)
Πηγές
- Ophiuchus - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.