AWOL
Αγγλικά (en)
Ετυμολογία
Από τα αρχικά “Absent Without Official Leave”
Συντομομορφή
AWOL (en)
- (στρατιωτικός όρος) αδικαιολογήτως απών, που βρίσκεται σε λάθος τοποθεσία όμως χωρίς πρόθεση λιποταξίας
- (μεταφορικά) ξεστρατισμένος (απ'τον σκοπό του)· κατ' επέκταση: άτακτα/άσκοπα πλανώμενος
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.