-ήμισι

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

-ήμισι < (κληρονομημένο) ελληνιστική κοινή -ήμισυ < ἥμισυ[1]

Προφορά

ΔΦΑ : /ˈi.mi.si/
τυπογραφικός συλλαβισμός: μισι

Επίθημα

-ήμισι

  • Νεοελληνικές λέξεις με επίθημα -ήμισι στο Βικιλεξικό

Αναφορές

Πηγές

  • -μισι - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.