*φυλακέω
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- *φυλακέω < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική -φυλακέω, μόνο σε σύνθετα. Μορφολογικά αναλύεται σε φύλαξ, φυλακ- + -έω / -ῶ
Ρήμα
*φυλακέω
- αρχαία σύνθετα -φυλακέω Αρχαίες ελληνικές λέξεις με επίθημα -φυλακέω στο Βικιλεξικό
- Λέξεις με -φυλακέω @perseus.tufts.edu Greek Dictionary Headword Search, Πανεπιστήμιο Tufts
Συγγενικά
- → δείτε τη λέξη φύλαξ
Αναφορές
- φυλακέω - LBG - Trapp, Erich, et al. (1994–2007) Lexikon zur byzantinischen Gräzität besonders des 9.-12. Jahrhunderts (Λεξικό της Βυζαντινής Ελληνικής, ιδίως για τον 9ο-12ο αιώνα), Verlag der Österreichischen Akademie der Wissenschaften (Έκδοση της Αυστριακής Ακαδημίας Επιστημών)
- Επίσης, φυλακόω - LBG
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.