ὠοθυλάκιον
Νέα ελληνικά
(el)
Ετυμολογία
ὠοθυλάκιον
<
ᾠόν
+
θυλάκιον
Ουσιαστικό
ὠοθυλάκιον
θηλυκό
(
γενική
: ὠοθυλακίου και ὠοθυλακίων)
το
ωοθυλάκιο
στην
καθαρεύουσα
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.