ὠκυβόλος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ὠκυβόλος | τὸ ὠκυβόλον | οἱ, αἱ ὠκυβόλοι | τὰ ὠκυβόλα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ὠκυβόλου | τοῦ ὠκυβόλου | τῶν ὠκυβόλων | τῶν ὠκυβόλων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ὠκυβόλῳ | τῷ ὠκυβόλῳ | τοῖς, ταῖς ὠκυβόλοις | τοῖς ὠκυβόλοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ὠκυβόλον | τὸ ὠκυβόλον | τοὺς, τὰς ὠκυβόλους | τὰ ὠκυβόλα |
| Κλητική | ὠκυβόλε | ὠκυβόλον | ὠκυβόλοι | ὠκυβόλα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὠκυβόλω | |||
| Γενική-Δοτική | ὠκυβόλοιν | |||
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.