ὁλόψυχος
Αρχαία ελληνικά (grc)
| Πτώση | Ενικός | Πληθυντικός | ||
|---|---|---|---|---|
| Ονομαστική | ὁ, ἡ ὁλόψυχος | τὸ ὁλόψυχον | οἱ, αἱ ὁλόψυχοι | τὰ ὁλόψυχα |
| Γενική | τοῦ, τῆς ὁλοψύχου | τοῦ ὁλοψύχου | τῶν ὁλοψύχων | τῶν ὁλοψύχων |
| Δοτική | τῷ, τῇ ὁλοψύχῳ | τῷ ὁλοψύχῳ | τοῖς, ταῖς ὁλοψύχοις | τοῖς ὁλοψύχοις |
| Αιτιατική | τὸν, τὴν ὁλόψυχον | τὸ ὁλόψυχον | τοὺς, τὰς ὁλοψύχους | τὰ ὁλόψυχα |
| Κλητική | ὁλόψυχε | ὁλόψυχον | ὁλόψυχοι | ὁλόψυχα |
| Πτώσεις | Δυικός | |||
| Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική | ὁλοψύχω | |||
| Γενική-Δοτική | ὁλοψύχοιν | |||
Ετυμολογία
- ὁλόψυχος < αρχαία ελληνική ὅλος + ψυχή
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.