ὁλοστρόγγυλος

Νέα ελληνικά (el)

Επίθετο

ὁλοστρόγγυλος



Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὁλοστρόγγυλος < ὁλο- < ὅλος + στρογγύλος

Επίθετο

ὁλοστρόγγυλος -ος, -ον [ ] (ελληνιστική κοινή)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ὁλοστρόγγυλος τὸ ὁλοστρόγγυλον οἱ, αἱ ὁλοστρόγγυλοι τὰ ὁλοστρόγγυλα
Γενική τοῦ, τῆς ὁλοστρογγύλου τοῦ ὁλοστρογγύλου τῶν ὁλοστρογγύλων τῶν ὁλοστρογγύλων
Δοτική τῷ, τῇ ὁλοστρογγύλῳ τῷ ὁλοστρογγύλῳ τοῖς, ταῖς ὁλοστρογγύλοις τοῖς ὁλοστρογγύλοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ὁλοστρόγγυλον τὸ ὁλοστρόγγυλον τοὺς, τὰς ὁλοστρογγύλους τὰ ὁλοστρόγγυλα
Κλητική ὁλοστρόγγυλε ὁλοστρόγγυλον ὁλοστρόγγυλοι ὁλοστρόγγυλα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ὁλοστρογγύλω
Γενική-Δοτική ὁλοστρογγύλοιν
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.