ὀϊστός

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ουσιαστικό

ὀϊστός < λείπει η ετυμολογία

Ουσιαστικό

ὀϊστός αρσενικό

αττικός τύπος οἰστός

Συγγενικά

  • (Χρειάζεται επεξεργασία)

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.