ὀψαρᾶς
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ὀψαρᾶς < αρχαία ελληνική ὄψον
Συγγενικά
- Ὀψαρᾶς (παρωνύμιο - επώνυμο)
- ὀψάριον
Αναφορές
- Βλ. ὀψαρᾶς - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.