ὀτλεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ὀτλεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
ὀτλεύω
- υποφέρω, ανέχομαι, υπομένω
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.1008, @scaife.perseus
- λιγνύι καὶ καπνῷ κάματον βαρὺν ὀτλεύουσιν.
- ※ 3ος πκε αιώνας ⌘ Απολλώνιος ο Ρόδιος, Ἀργοναυτικά, 2.1008, @scaife.perseus
Κλίση
- → λείπει η κλίση
Πηγές
- ὀτλεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- ὀτλεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.