ὀστεο-

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ὀστεο- < ὀστέο(ν) / ὀστοῦν

Πρόθημα

ὀστεο-, ὀστεό-

Σύνθετα

  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὀστεο- στο Βικιλεξικό
  • Αρχαίες ελληνικές λέξεις με πρόθημα ὀστεό- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.