ὀσμήρης

Αρχαία ελληνικά (grc)

λείπει η κλίση

Ετυμολογία

ὀσμήρης (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ὀσμ(ή) +  Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;  

Επίθετο

ὀσμήρης, -ης, -ες

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.