ὀργήν κατέχω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Έκφραση
ὀργὴν κατέχω (ελληνιστική κοινή)
- συγκρατώ τον θυμό μου
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 8.4.3 @scaife.perseus
- ἠγανάκτει τε πᾶσα πόλις καὶ κατέχειν τὴν ὀργὴν οὐκ ἠδύνατο·
- ※ 1ος κε αιώνας ⌘ Διονύσιος Ἁλικαρνασσεύς, Ῥωμαϊκὴ Ἀρχαιολογία, 8.4.3 @scaife.perseus
Συνώνυμα
Πηγές
- ὀργή - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.