ἠγαπῆσθαι

Αρχαία ελληνικά (grc)

Χρόνοι Απαρέμφατο μετοχή
Ενεργ. Ενεστώτας

Μέσος Ενεστώτας

ἀγαπᾶν

ἀγαπᾶσθαι

ἀγαπῶν -ώσα, -ον

ἀγαπώμενος -μένη -νον

Ενεργ. Μέλλοντας ἀγαπήσειν ἀγαπήσων -ουσα, -σα, σον
Ενεργ. Αόριστος

Μέσος - Παθ. Αόριστος

ἀγαπῆσαι

ἀγαπηθῆναι

ἀγαπήσας -σα, -σαν

ἀγαπηθείς -α-έν

Ενεργ. Παρακείμενος

Μέσος Παρακείμενος

ἠγαπηκέναι

ἠγαπῆσθαι

ἠγαπηκώς -ία, -ος

ἠγαπημένος, -η, -ο

Ετυμολογία

ἠγαπῆσθαι < ἀγαπάω

Ρηματικός τύπος

ἠγαπῆσθαι

 δείτε τη λέξη  ἀγαπάω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.