ἔδε
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἔδε < αρχαία ελληνική ἴδε
Επιφώνημα
ἔδε (& ἐδέ & ἐδές & ἐδιέ)
- δες!, ιδού!, κοίτα!, να!
- ἔδε ἁμαρτία ὅπου ἐγίνετον (Χρονικόν του Μορέως)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.