παρεσθίω
Αρχαία ελληνικά
(grc)
Ετυμολογία
παρεσθίω
<
παρά
+
ἐσθίω
Ρήμα
παρεσθίω
τρώω
ή δαγκώνω ένα κομμάτι από κάτι
τρώω δίπλα ή στο
πλάι
από το μέρος που τρώνε ή κάθονται οι υπόλοιποι
This article is issued from
Wiktionary
. The text is licensed under
Creative Commons - Attribution - Sharealike
. Additional terms may apply for the media files.