ἐπ' ἀόριστον
Νέα ελληνικά (el)
Ετυμολογία
Επίρρημα
ἐπ' ἀόριστον
- (καθαρεύουσα) → δείτε επ' αόριστον
- ※ Καὶ ὁ πόλεμος; ὁ φόρος τοῦ αἵματος;
Εἶχον ἀναβληθῆ ἐπ' ἀόριστον.
Ἔκτοτε ἐπέρασαν πέντε περίπου ἔτη, χωρὶς ὅμως νὰ μου περάσουν καὶ οἱ ῥευματισμοί, παρέμειναν δὲ μόνον αἱ ἀναμνήσεις καὶ τὰ ἴχνη τῶν ἐπὶ τοῦ κρανίου μου οὐλῶν τῆς ἐσχάρας. - ≈ συνώνυμα: ἐπ' ἄπειρον, μέχρι νεωτέρας διαταγῆς/διατάξεως
- ※ Καὶ ὁ πόλεμος; ὁ φόρος τοῦ αἵματος;
Μεταφράσεις
ἐπ' ἀόριστον
|
→ δείτε επ' αόριστον |
Πηγές
- ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία, .
Αναφορές
- ἀόριστος, 2) ὁ μὴ ὡρισμένος ἢ μὴ δυνάμενος νὰ ὁρισθῇ, ἀπροσδιόριστος : Ἀριστλ.Πολιτ.1275 Α 26 ἀόρ.ἄρχων ὁ κατέχων τὴν ἀρχὴν ἐπ' ἀόριστον χρόνον σελ.699β - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
- ἀόριστος, 2) ὁ μὴ ὡρισμένος ἢ μὴ δυνάμενος νὰ ὁρισθῇ, ἀπροσδιόριστος σελ.699β - ⌘ Δημητράκος, Δημήτριος Β. (1964) Μέγα λεξικὸν ὅλης τῆς Ἑλληνικῆς γλώσσης, 1930-1950. 2η έκδοση:1964. Αθήνα: Εκδόσεις: Δομή (15 τόμοι) & επανεκδόσεις, 1η έκδοση:1953 (9 τόμοι) Ελληνική Παιδεία. (συντομογραφίες & συγγραφέων)
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.