ἐπ' ἀόριστον

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ἐπ' ἀόριστον < ἐπ' ἀόριστον χρόνον[1] < ἐπ' + ἀόριστον αιτιατική ενικού του ἀόριστος + χρόνον αιτιατική ενικού του χρόνος

Επίρρημα

ἐπ' ἀόριστον

Εκφράσεις

  • ἀναβάλλω τι ἐπ' ἀόριστον: αναβάλλω κάτι επ' αόριστον[2]

Μεταφράσεις

Πηγές

Αναφορές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.