ἐπιτροπικῶς

Νέα ελληνικά (el)

Ετυμολογία

ἐπιτροπικῶς < (διαχρονικό δάνειο) μεσαιωνική ελληνική ἐπιτροπικῶς ή σύμφωνα με τον Κουμανούδη (μαρτυρείται από το 1871)[1]  και δείτε τη λέξη επιτροπικώς

Επίρρημα

ἐπιτροπικῶς

Αναφορές

  1. σελ. 403, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

Πηγές



Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)

Ετυμολογία

ἐπιτροπικῶς < αρχαία ελληνική ἐπιτροπικ(ός) + -ῶς

Επίρρημα

ἐπιτροπικῶς

  • με εντολή, με πληρεξουσιότητα
      15ος αιώνας Γεώργιος Σφραντζής, Chronicon Macario Melisseno @catholiclibrary.org
    Ταῦτα δὲ ἐπιτροπικῶς ἤρχετο, τοῦ μεγάλου πρωτοστράτορος Νικηφόρου τοῦ Μελισσηνοῦ ὄντα, ὃν διὰ τὴν ποικιλότητα τῆς φρονήσεως καὶ τὸ ὄξυ τῆς διανοίας καὶ εἰς τὰ πάντα δεξιώτατον καινοτέροις πείθεσθαι πράγμασι καὶ Μελισσουργὸν ἐπωνόμαζον· διστρισέγγονος γὰρ ἦν τοῦ παλαιοῦ ἐκείνου Νικηφόρου καίσαρος τοῦ Μελισσηνοῦ, αὐθένται ὄντες ἔκπαλαι καὶ ἐξ ἀρχῆς τῆς πόλεως Αἴνου καὶ πάσης ἑαυτῆς παροικίας καὶ Μεσσηνιακοῦ τοῦ ἐν τῇ Πελοποννήσῳ κόλπου.

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.