ἐξω-
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- ἐξω- < ελληνιστική κοινή ἐξω- < αρχαία ελληνική ἔξω (επίρρημα)
Πρόθημα
ἐξω- ή ἐξώ-
Παράγωγα
- ξω-, 'ξω
Σύνθετα
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἐξω- στο Βικιλεξικό
- Μεσαιωνικές ελληνικές λέξεις με πρόθημα ἐξώ- στο Βικιλεξικό
Πηγές
- εξω- - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- λέξεις με εξω- - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
- ἐξω- (ελληνιστική κοινή) < αρχαία ελληνική ἔξω (επίρρημα)
Πρόθημα
ἐξω- ή ἐξώ-
Σύνθετα
- Ελληνιστικές λέξεις με πρόθημα ἐξω- στο Βικιλεξικό
- Ελληνιστικές λέξεις με πρόθημα ἐξώ- στο Βικιλεξικό
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.