ἐξαφροῦται

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

ἐξαφροῦται

  • (ελληνιστική κοινή) συνηρημένος τύπος: γ΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μέσου ενεστώτα του ἐξαφρῶ του ἐξαφρόω
      2ος κε αιώνας Κλήμης ὁ Ἀλεξανδρεύς (Titus Flavius Clemens), Παιδαγωγός, 1.6. σελ.307 - Patrologiae cursus completus, series graeca, επιμ. Jacques-Paul Migne, Τόμος 8 (Κλήμεντος του Αλεξανδρέως τα ευρισκόμενα πάντα). Parisii, 1891.
    τινὲς δὲ καὶ τὸ σπέρμα τοῦ ζῴου ἀφρὸν εἶναι τοῦ αἵματος κατ οὐσίαν ὑποτίθενται, ὃ δὴ τῇ ἐμφύτῳ τοῦ ἄρρενος θέρμῃ παρὰ τὰς συμπλοκὰς ἐκταραχθὲν ἐκριπιζόμενον ἐξαφροῦται κἀν ταῖς σπερματίσιν παρατίθεται φλεψίν· ἐντεῦθεν γὰρ ὁ Ἀπολλωνιάτης Διογένης τὰ ἀφροδίσια κεκλῆσθαι βούλεται.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.