ἐναρόω
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρήμα
ἐναρόω / ἐναρῶ
- σπέρνω (+ δοτική: μέσα σε)
- ※ 5ος πκε αιώνας Ἀντιφῶν (ρήτορας), Απόσπασμα 60 [!34 B., 133 S] Die Fragmente der Vorsokratiker Επιμ.Diels, 2005 / 131 p.138 Antiphontis orationes et fragmenta, 1871.
Πηγές
- ἐναρόω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.