ἐναρόσῃ
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ρηματικός τύπος
ἐναρόσῃ
- γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεργητικού αορίστου (ἐνήροσα) του ἐναρῶ, ἐναρόω
- β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μέσου μέλλοντα (ἐναρόσομαι) του ἐναρῶ, ἐναρόω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.