ἐναρόσῃ

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ρηματικός τύπος

ἐναρόσῃ

  1. γ΄ πρόσωπο ενικού υποτακτικής ενεργητικού αορίστου (ἐνήροσα) του ἐναρῶ, ἐναρόω
     δείτε παράθεμα στο ἐναρόω και ἀνομβρία
  2. β΄ πρόσωπο ενικού οριστικής μέσου μέλλοντα (ἐναρόσομαι) του ἐναρῶ, ἐναρόω
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.