ἐκ βάθρων
Αρχαία ελληνικά (grc)
Ετυμολογία
Έκφραση
ἐκ βάθρων
- (μεταφορικά) εκ θεμελίων, εντελώς, ολοκληρωτικά
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 608 (608-609)
- σὺ δ᾽ (ἐκ βάθρων γὰρ πᾶς ἀνήιρησαι φίλοις | οὐδ᾽ ἐλλέλοιπας ἐλπίδ᾽) ἴσθι μου κλύων·
- Κι εσύ χαμένος είσαι για τους δικούς σου ολότελα | κι ελπίδα δεν άφησες — άκου με που το λέω.
- Μετάφραση (1988): Τάσος Ρούσσος, Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών @greek‑language.gr
- σὺ δ᾽ (ἐκ βάθρων γὰρ πᾶς ἀνήιρησαι φίλοις | οὐδ᾽ ἐλλέλοιπας ἐλπίδ᾽) ἴσθι μου κλύων·
- ※ 2ος/3ος κε αιώνας ⌘ Κλήμης ο Αλεξανδρεύς, Paedagogus, Παιδαγωγός, 3.11, p. 294 P, 70, @scaife.perseus
- »εἰ σκανδαλίζει σε ὁ ὀφθαλμός σου, ἔκκοψον αὐτόν« λέγων, ἐκ βάθρων ἀνασπῶν τὴν ἐπιθυμίαν·
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Εὐριπίδης, Ἠλέκτρα, στίχ. 608 (608-609)
- (κυριολεκτικά) από τα θεμέλια, από τη βάση
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 85.1
- Ἀθηναῖοι μέν νυν λέγουσι μετὰ τὴν ἀπαίτησιν ἀποσταλῆναι τριήρεϊ μιῇ τῶν ἀστῶν [τούτους] οἳ πεμφθέντες ἀπὸ τοῦ κοινοῦ καὶ ἀπικόμενοι ἐς Αἴγιναν τὰ ἀγάλματα ταῦτα ὡς σφετέρων ξύλων ἐόντα ἐπειρῶντο ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν, ἵνα σφέα ἀνακομίσωνται.
- Λένε λοιπόν οι Αθηναίοι πως ύστερ᾽ απ᾽ αυτή τους την απαίτηση στάλθηκαν πολίτες με μια τριήρη που έφτασαν στην Αίγινα ως εκπρόσωποι της πόλης κι επιχειρούσαν ν᾽ αποσπάσουν με τη βία τ᾽ αγάλματα αυτά απ᾽ τα βάθρα τους, μια και κατασκευάστηκαν από δικά τους δέντρα, για να τα πάρουν πίσω μαζί τους.
- Μετάφραση (1992): Ηλίας Σπυρόπουλος. Αθήνα:Γκοβόστης @greek‑language.gr
- Ἀθηναῖοι μέν νυν λέγουσι μετὰ τὴν ἀπαίτησιν ἀποσταλῆναι τριήρεϊ μιῇ τῶν ἀστῶν [τούτους] οἳ πεμφθέντες ἀπὸ τοῦ κοινοῦ καὶ ἀπικόμενοι ἐς Αἴγιναν τὰ ἀγάλματα ταῦτα ὡς σφετέρων ξύλων ἐόντα ἐπειρῶντο ἐκ τῶν βάθρων ἐξανασπᾶν, ἵνα σφέα ἀνακομίσωνται.
- ※ 2ος κε αιώνας ⌘ Λουκιανός, 26, 24 Χάρων ἢ Ἐπισκοποῦντες @wikisource
- τὸ δὲ πεδίον τοῦτο ἄλλοτε ἄλλοι γεωργήσουσι πολλάκις ἐκ βάθρων τὸ τρόπαιον ἀνασπάσαντες τῷ ἀρότρῳ.
- Και την πεδιάδα αυτήν άλλοτε άλλοι θα την καλλιεργήσουνε ξανά και ξανά, ξηλώνοντας με το αλέτρι τους από τη βάση του το μνημείο της νίκης.
- Μετάφραση (2002): Δημήτρης Α. Χρηστίδης, @greek‑language.gr
- τὸ δὲ πεδίον τοῦτο ἄλλοτε ἄλλοι γεωργήσουσι πολλάκις ἐκ βάθρων τὸ τρόπαιον ἀνασπάσαντες τῷ ἀρότρῳ.
- ※ 5ος κε αιώνας ⌘ Θεοδώρητος Κύρου, Historia Ecclesiastica, 5.22.1, @scaife.perseus
- οὐ γὰρ μόνον ἐκ βάθρων ἀνέσπασε τὰ τῶν εἰδώλων τεμένη, ἀλλὰ καὶ τὰ τῶν ἐξαπατώντων ἱερέων τοῖς ἐξηπατημένοις ὑπέδειξε μηχανήματα.
- ※ 5ος πκε αιώνας ⌘ Ἡρόδοτος, Ἱστορίαι, 5 (Τερψιχόρη), 85.1
- στα λατινικά: funditus
- στα νέα ελληνικά: εκ βάθρων
Πηγές
- βάθρον - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- βάθρον - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.