ἐκδόσιμος

Αρχαία ελληνικά (grc)

Πτώση Ενικός Πληθυντικός
Ονομαστική ὁ, ἡ ἐκδόσιμος τὸ ἐκδόσιμον οἱ, αἱ ἐκδόσιμοι τὰ ἐκδόσιμα
Γενική τοῦ, τῆς ἐκδοσίμου τοῦ ἐκδοσίμου τῶν ἐκδοσίμων τῶν ἐκδοσίμων
Δοτική τῷ, τῇ ἐκδοσίμῳ τῷ ἐκδοσίμῳ τοῖς, ταῖς ἐκδοσίμοις τοῖς ἐκδοσίμοις
Αιτιατική τὸν, τὴν ἐκδόσιμον τὸ ἐκδόσιμον τοὺς, τὰς ἐκδοσίμους τὰ ἐκδόσιμα
Κλητική ἐκδόσιμε ἐκδόσιμον ἐκδόσιμοι ἐκδόσιμα
Πτώσεις Δυικός
Ονομαστική-Αιτιατική-Κλητική ἐκδοσίμω
Γενική-Δοτική ἐκδοσίμοιν

Ετυμολογία

ἐκδόσιμος < αρχαία ελληνική ἔκδοσις + -ιμος

Επίθετο

ἐκδόσιμος, -ος, -ον ((ελληνιστική κοινή))

  1. συμφωνημένος
  2. (ουσιαστικοποιημένο) ἐκδόσιμον: (νομικός όρος) αποδεικτικό επίδοσης ή παράδοσης (δικαστικού) εγγράφου
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.