ἐγγύθεν

Αρχαία ελληνικά (grc)

Ετυμολογία

ἐγγύθεν < ἐγγύς + -θεν

Επίρρημα

ἐγγύθεν

  • από κοντά, κοντά
      1ος/2ος κε αιώνας Πλούταρχος, Βίοι Παράλληλοι Νικίας, 25.5
    χαλεπὴν δὲ καὶ τὴν διὰ γῆς σωτηρίαν ὁρῶντες, οὔτε ναῦς ἀφέλκοντας ἐγγύθεν ἔτι τοὺς πολεμίους ἐκώλυον, οὔτε νεκρῶν ᾔτησαν ἀναίρεσιν,
    αλλά και από τη στεριά έβλεπαν ότι δύσκολα θα μπορούσαν να σωθούν. Γι᾽ αυτό ούτε προσπαθούσαν να εμποδίσουν τους εχθρούς που από κοντά τους τραβούσαν τα σκάφη τους ούτε ζήτησαν να περισυλλέξουν τους νεκρούς τους·
    Μετάφραση (2012), Α.Ι. Γιαγκόπουλος-Ζ.Ε. Μαλαθούνη, @greeklanguage.gr
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.