Ἁγιακατερινίτης
Μεσαιωνικά ελληνικά (gkm)
Ετυμολογία
- Ἁγιακατερινίτης < Ἁγια-, μορφή του Ἁγιο- στο τοπωνύμιο Ἁγια-Κατερίνα, το μοναστήρι της Αγίας Αικατερίνης στο Σινά
Ουσιαστικό
Ἁγιακατερινίτης αρσενικό
- (χριστιανισμός) μοναχός της Αγίας Αικατερίνης, μονής στο Σινά
- άλλες μορφές: Ἁγιοκατερινίτης
Πηγές
- Ἁγιακατερινίτης - Επιτομή του Λεξικού Κριαρά της Μεσαιωνικής Ελληνικής Δημώδους Γραμματείας (1100-1669). Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, [μονοτονικό σύστημα].
This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.