Ἀνεμούριον

Αρχαία ελληνικά (grc)

 πτώσεις       ενικός      
ονομαστική τὸ Ἀνεμούριον
      γενική τοῦ Ἀνεμουρίου
      δοτική τῷ Ἀνεμουρί
    αιτιατική τὸ Ἀνεμούριον
     κλητική ! Ἀνεμούριον
2η κλίση, Κατηγορία 'πρόσωπον' όπως «πρόσωπον» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

Ἀνεμούριον < ἀνεμούριον

Κύριο όνομα

Ἀνεμούριον ουδέτερο, μόνο στον ενικό

Πηγές

This article is issued from Wiktionary. The text is licensed under Creative Commons - Attribution - Sharealike. Additional terms may apply for the media files.